τριβελής

τριβελής
τρι-βελής, ές,
A three-pointed, δόρυ, of the trident, APl.4.215 (Phil.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τριβελής — ές, Α αυτός που έχει τρεις αιχμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + βελής (< βέλος), πρβλ. οξυ βελής] …   Dictionary of Greek

  • τριβελές — τριβελής three pointed masc/fem voc sg τριβελής three pointed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • TRIBULUS — Graece τρίβολος, an a τρίβω verbo, an quasi τριβέλης, ex nominibus τρεῖς et βέλος, quod tres cuspides habeat, vel quod trifariam feriat, vel a triangulari forma? herbae spinosae genus, de quo Plin. l. 18. c. 17. Lolium et tribulos et carduos,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”